Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

η Σημαια Ι Πολεμης


Πάντα κι ὅπου σ᾿ ἀντικρίζω,
μὲ λαχτάρα σταματῶ,
ὑπερήφανα δακρύζω,
ταπεινὰ σὲ χαιρετῶ.
Δόξα ἀθάνατη στολίζει
κάθε θεία σου πτυχὴ
καὶ μαζί σου φτερουγίζει
τῆς πατρίδος ἡ ψυχῆ.
Ὅταν ξάφνου σὲ χαϊδεύει
τ᾿ ἀγεράκι τ᾿ ἀλαφρό,
μοιάζεις κύμα, ποὺ σαλεύει
μὲ χιονόλευκον ἀφρό.
Κι ὁ σταυρὸς ποὺ λαμπυρίζει
στὴν ψηλή σου κορυφή,
εἶν᾿ ὁ φάρος ποὺ φωτίζει
μίαν ἐλπίδα μας κρυφή.
Σὲ θωρῶ κι ἀναθαρρεύω
καὶ τὰ χέρια μου χτυπῶ,
σὰν ἁγία σὲ λατρεύω,
σὰ μητέρα σ᾿ ἀγαπῶ.
Κι ἀπ᾿ τὰ στήθη μου ἀνεβαίνει
μία χαρούμενη φωνή:
«Νἆσαι πάντα δοξασμένη,
ὦ Σημαία γαλανή!»


Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Σημεια τηξησ

;Σημεία τήξης
Το τώρα στο κόμμα
Τα συναισθήματα σε ερωτηματικό
Οι λέξεις σε αποσιωπητικά
Το αύριο σε εισαγωγικά
Το σήμερα σε απόγνωση
Εγώ σε απομόνωση
Εσύ σε πολλαπλασιασμούς
Η λογική σε κώμα
Το μετά σε ηλεκτρική καρέκλα
Το τώρα σε κόμμα
Το ποτέ
Το πάντα
Το μετά …σε άνω τελεία.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΠΟΥΖΗ 




Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Η στιγμη σου σε ενα ποιημα , Νικηφορος Βρεττακος - Ταυγετος

Εφτασε ο ομορφος Οκτωβρης και η Μαρια μας , μας καλεσε ξανα σε υπεροχο μονοπατι της ποιησης





Με την σειρά μου διάλεξα τον Νικηφόρο Βρεττάκο  σε ένα ξέχωρο ποίημα του και όχι θαλασσινό


…Μέσα μου μια σειρά κολώνες από αγάπη και ήλιο
γέρνουνε! Πρόλαβέ τες, αγαθέ μου γέροντα! Μη μ’ αφήσεις,
γιατ’ είμαι το άνθος σου! Είμαι το άνθος που φύτρωσε μέσα στη μοίρα σου!
Εμένα πάντοτε θα βρίσκουνε να κάθουμαι χάμω στα πόδια σου,
εγώ θα ’μαι το αιώνιο σου λιοντάρι που θα σε φυλάει!...

…Άνοιξα μια πηγή στα πόδια σου! Πολλοί θα περάσουν.
Στις πέτρινές σου φούχτες θα κάθουνται τα πουλιά,
θα ξεδιψάνε οι άνθρωποι κι όπως θα σε κοιτάζουν,
με των δασών σου τον ατέλειωτο ψίθυρο, θα τους εξηγάς:
«Αυτό το νερό το λένε αγάπη…»
«Αυτό το νερό το λένε αγάπη…»

…Κάμε να ξαναϊδώ
πίσω απ’ τις αγερόχυτες κορφές σου ν’ ανατέλλει
σαν ήλιος πάλι το όραμα της παγκόσμιας αγάπης.


(Αποσπάσματα από το ποίημα «Χτες τη νύχτα ξαναγύρισα στον Ταΰγετο» της Συλλογής «Ο Ταΰγετος και η σιωπή» [1949]).




Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

ΟΚΤΩΒΡΗΣ Μιλτος Σαχτουρης



το ταβάνι σχήματα τριαντάφυλλα
και σχήματα αράχνη
τα φώτα κίτρινα θαμπά σκοτεινά
μεγάλα ψάρια στους πράσινους βαθιούς τοίχους
καρφωμένα
αίμα
τρύπιες κουβέρτες και σπασμένα τζάμια
η βροχή
και ξάφνου μέσα στα χέρια μου τα μαλλιά της
το σώμα της και τ’ ανοιχτό στόμα της
μακριά βαθιά πάνω στο βουνό

Το μυαλό μου κουρασμένο
κι ο αγέρας διάφανος σαν κρύσταλλο
ρολόγια πέφτουν ολοένα και
σπάζουν πάνω στο πλακόστρωτο
σήμερα ο αγέρας δυνάμωσε ακόμη
απ’ το παράθυρο βγήκε ένα χέρι
μέσ’ στον καθρέτη φάνηκε έν’ άλλο χέρι
έδερναν τα μεσάνυχτα
μακριά ακουγόταν ένα βογγητό
Όλα όσα βλέπω
τα παράξενα όνειρα μου θυμίζουν εσένα
η νύχτα θυμίζει εσένα
ένα μικρό παιδί που κλαίει μου θυμίζει εσένα
κι ο τάφος μου θυμίζει εσένα
όλες οι φωτογραφίες, όλα τα χρώματα
όλα μου θυμίζουν εσένα
και όλα τα αγαπώ για σένα
Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα, 1945-1971, Κέδρος, σελίδα 94

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Κιχλη ΣΕΦΕΡΗΣ , ΦΩς

Κίχλη
Το φως
Καθώς περνούν τα χρόνια
πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν•
καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές,
βλέπεις τον ήλιο μ' άλλα μάτια•
ξέρεις πως εκείνοι που έμειναν, σε γελούσαν,
το παραμίλημα της σάρκας, ο όμορφος χορός
που τελειώνει στη γύμνια.
Όπως, τη νύχτα στρίβοντας στην έρμη δημοσιά,
άξαφνα βλέπεις να γυαλίζουν τα μάτια ενός ζώου
που έφυγαν κιόλας, έτσι νιώθεις τα μάτια σου•
τον ήλιο τον κοιτάς, έπειτα χάνεσαι μες στο σκοτάδι•
ο δωρικός χιτώνας
που αγγίξανε τα δάχτυλά σου και λύγισε σαν τα βουνά,
είναι ένα μάρμαρο στο φως, μα το κεφάλι του είναι στο σκοτάδι.
Κι αυτούς που αφήσαν την παλαίστρα για να πάρουν τα δοξάρια
και χτύπησαν το θεληματικό μαραθωνοδρόμο
κι εκείνος είδε τη σφενδόνη ν' αρμενίζει στο αίμα
ν' αδειάζει ο κόσμος όπως το φεγγάρι
και να μαραίνουνται τα νικηφόρα περιβόλια•
τους βλέπεις μες στον ήλιο, πίσω από τον ήλιο.
Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ' τα μπαστούνια
πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,
σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φως
μ' ένα νόμισμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη,
καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες
πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια•
ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά
προς τα χαλίκια του βυθού
οι άσπρες λήκυθοι.


Αγγελικό και μαύρο, φως,
γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου,
δακρυσμένο γέλιο,
σε βλέπει ο γέροντας ικέτης
πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες
καθρεφτισμένο στο αίμα του
που γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη.
Αγγελική και μαύρη, μέρα•
η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο
βγαίνει απ' το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες.
Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε ...
δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη•
στόλισε τα μαλλιά σου με τ' αγκάθια του ήλιου,
σκοτεινή κοπέλα•
η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε,
ο τύραννος μέσα απ' τον άνθρωπο έχει φύγει,
κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης•
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ' αγαπήσει,
στο φως• και είσαι
σ' ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από πού να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά και το τιτίβισμα των πουλιών
θ' αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο
θ' αδειάσουν τα μάτια σου απ' το φως της μέρας
πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.
Πόρος, "Γαλήνη", 31 του Οχτώβρη 1946

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

οκτανα και φθινοπωρο



(απόσπασμα)
«Τοπία βροχερά του φθινοπώρου, με απώλειαν των νηπενθών
ανθέων, με ακαριαίας πτώσεις φύλλων, και βαθμιαίαν σβέσιν
των φωνών του υψηλού καλοκαιριού, εις παραλίας και αιγια-
λούς όπου το κύμα, ηπίως επελαύνον, εδρόσιζε τα σώματα
με ιριδίζοντας αφρούς, πριν χαμηλώσει η εποχή πάσης ευθα-
λασσίας, πριν πέσει εις την αφάνειαν ο ύψιστος του θέρους μην…»
(Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα, Ίκαρος)