Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Και τώρα (αμήν, αμήν) λέγω υμίν:


Και τώρα (αμήν, αμήν) λέγω υμίν:

Οκτάνα , φίλοι μου, θα πη μεταίχμιον της Γης και του Ουρανού, όπου το ένα στο άλλο επεκτεινόμενο ένα τα δύο κάνει.
Οκτάνα θα πη πυρ, κίνησις, ενέργεια, λόγος σπέρμα.
Οκτάνα θα πη έρως ελεύθερος με όλας τας ηδονάς του.
Οκτάνα θα πη ανά πάσαν στιγμήν ποίησις, όμως όχι ως μέσον εκφράσεως μόνον, μα ακόμη ως λειτουργία του πνεύματος διηνεκής.
Οκτάνα θα πη η εντελέχεια εκείνη, που αυτό που είναι αδύνατον να γίνη αμέσως το κάνει εν τέλει δυνατόν, ακόμη και την χίμαιραν, ακόμη και την ουτοπίαν, ίσως μια μέρα και την αθανασίαν του σώματος και όχι μονάχα της ψυχής.
Οκτάνα θα πη το «εγώ» «εσύ» να γίνεται (και αντιστρόφως το «εσύ» «εγώ») εις μίαν εκτόξευσιν ιμερικήν, εις μίαν έξοδον λυτρωτικήν, εις μίαν ένωσιν θεοτικήν, εις μίαν μέθεξιν υπερτάτην, που ίσως αυτή να αποτελή την θείαν Χάριν, το θαύμα του εντός και εκτός εαυτού, κάθε φοράν που εν εκστάσει συντελείται.
Οκτάνα θα πη η ενόρασις και η διαίσθησις εκείνη, που επιτρέπουν σωστά να νοιώθης, να καταλαβαίνης όλην την αγωνίαν των αλγούντων, τα λόγια τα συμβολικά του Ιησού, όλην την σκέψιν των αθέων, τας αστραπάς των προφητών και όλην την σημασίαν των τηλαυγών εκλάμψεων του Ζαραθούστρα.
Οκτάνα θα πη (χωρίς να περιφρονούμε του γήρατος την σοφίαν) θα πη πάση θυσία διατήρησις της παιδικής ψυχής εις όλα τα στάδια της ωριμότητος, εις όλας τας εποχάς του βίου, διότι άνευ αυτής και η πιο χρυσή νεότης γρήγορα στάχτη γίνεται και χάνεται και φεύγει και μένει στη θέσι της η θλίψις, η άνευ ελπίδων μεταμέλεια και η στυγνή ρυτίς.
Οκτάνα θα πη εν πλήρει αθωότητι Αδάμ, εν πλήρει βεβαιότητι Αδάμσυν-Εύα.
Οκτάνα θα πη οι άνθρωποι άγγελοι να γίνουν, αλλ άγγελοι με φύλον φανερόν, συγκεκριμένον.
Οκτάνα θα πη επί γης Παράδεισος, επί της γης Εδέμ, χωρίς προπατορικόν αμάρτημα, πέραν πάσης εννοίας κακού, με ελευθέραν εις πάσαν περίπτωσιν παντού και την αιμομιξίαν.
Οκτάνα θα πη απόλυτος ενότης πνεύματος και ύλης.
Οκτάνα θα πη διατήρησις επαφής και στα απώτερα σημεία των εξελίξεων με πάσαν πηγήν που όντως αποτελεί των αρχετύπων της ζωής ιερή μια νερομάνα.
Οκτάνα θα πη παν ότι μάχεται τον θάνατον και την ζωήν παντού και πάντοτε διαφεντεύει.
Οκτάνα θα πη αληθινή ελευθερία και όχι εκείνη η φοβερά ειρωνεία, να λέγεται ελευθερία ό,τι χωρεί ή ό,τι εναπομένει στα ελάχιστα περιθώρια που αφήνουν στους ανθρώπους οι απάνθρωποι νόμοι των περιδεών και των τυφλών ή ηλιθίων.
Οκτάνα θα πη , όχι πολιτικής, μια ψυχικής ενότητος Παγκόσμιος Πολιτεία (πιθανώς Ομοσπονδία) με ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές ιδιομορφίες εκάστης εθνικής ολότητος, εις μίαν πλήρη και αρραγή αδελφοσύνην εθνών, λαών και ατόμων, με πλήρη σεβασμόν εκάστου, διότι αυτή μόνον εν τέλει θα ημπορέση διά της κατανοήσεως, διά της αγωνιστικής καλής θελήσεως, ουδόλως δε διά της βίας, τας τάξεις και την εκμετάλλευσιν του ανθρώπου από τον άνθρωπον να καταργήση, να εκκαθαρίση επιτέλους! 



Οκτάνα θα πη παντού και πάντα εν ηδονή ζωή.
Οκτάνα θα πη δικαιοσύνη.
Οκτάνα θα πη αγάπη.
Οκτάνα θα πη παντού και πάντα καλωσύνη.
Οκτάνα θα πη η αγαλλίασις εκείνη που φέρνει στα χείλη την ψυχή και εις τα όργανα τα κατάλληλα με ορμήν το σπέρμα.
Οκτάνα, φίλοι μου, θα πη, απόλυτος μη συμμόρφωσις με ό,τι αντιστρατεύεται, ή μάχεται, ή αναστέλλει την έλευσιν της Οκτάνα.
Οκτάνα θα πη μη συμμετοχή και μη αντίταξι βίας εις την βίαν.
Οκτάνα θα πη ό,τι στους ουρανούς και επί της γης ηκούετο, κάθε φοράν που ως μέγας μαντατοφόρος, με έντασιν υπερκοσμίου τηλεβόα, ο
άγγελος Κυρίου εβόα.
Ιδού με ολίγα λόγια, αλλά σαφή, ιδού τι θα πη, φίλοι μου, Οκτάνα.
Και τώρα θα προσθέσω:
Όσοι από σας πια βαρεθήκατε στον κόσμο αυτόν τον άδικον και τον βλακώδη να άγεσθε και να φέρεσθε από τους ψ
εύτες, από τους σοφιστάς και λαοπλάνους, όσοι πια βαρεθήκατε οι δεσμοφύλακές σας σαν τόπια ταλαίπωρα να σας εξαποστέλλουν εις τον Καϊάφα και πριν απ αυτόν στον Άννα, προσμένοντας να έλθη η Ώρα η χρυσαυγής, η πολυύμνητος και ευλογημένη, όσοι πιστοί, όσοι ζεστοί, όσοι την σημερινήν ελεεινήν πραγματικότητα να αλλάξετε ποθείτε, προσμένοντας να έλθη η Ώρα, όσοι πιστοί, όσοι ζεστοί, ελάτε και ως ανακράξωμεν μαζί (νυν και αεί, νυν και αεί) σαν προσευχή και σαν παιάνα, ας ανακράξωμεν μαζί, με μια ψυχή, με μια φωνή ΟΚΤΑΝΑ!

Γλυφάδα, 20. 8. 1965

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ

Από τη συλλογή Κρυφοχώρι

βράδυ

Συγυρίζοντας κάτι μπαούλα
ανακάλυψε πως
μαζί της δεν έσερνε μόνο
το στίχο της Βάρκιζας
αλλά και λίγην άμμο
που᾽τριζε σιγά σιγά
μες στον ποδόγυρο
ενός φουστανιού
γι᾽αυτό λέει
πάντα ακούω το άγχος
εκείνης της ώρας
που όλα θρυμματίστηκαν
κι έγιναν ένα
με την αμμουδιά
σάπια και άχρηστη
είμαι εδώ μόνη
πάνω στα τελευταία
συντρίμμια ζωής που ξέρω
η πίκρα μου η θλίψη
πλέουνε συνεχώς
κατά τη θάλασσα
σαν τα ψόφια ψάρια
που κατηφορίζει ο Σηκουάνας
Γριγρία τι νιαουρίζεις τώρα

θέλεις να βγεις 
έλα ανοιγω τη πόρτα 
φύγε και συ δεν χωρανε πια τα ψεματα  







Σάββατο 11 Μαΐου 2013

φως ιλαρον - ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ -ΠΑΠΑ


Φως ιλαρόν
Φως ιλαρόν
Είσαι το μόνο φως που ορίζω
Σε πύργο σε κρατώ στημένο
Στον άνεμο
Σ’ αβράδυαστη μέρα σ’ αιχμαλωτίζω
Μαργαριτάρια σου χαρίζω
Περίπατους γλυκούς
Σ’ ουρανούς δίχως σύνορα.
Πριν από σένα
Είχαν δει την καρδιά μου οι γλάροι
Να ναυαγεί
Σκεπασμένη με φύκια.
Τώρα χτυπάς εσύ το τζάμι μου
Κι οι γούνες της θάλασσας
Τυλίγουν το ρίγος μου
Νύχτες έναστρες ξεκολλούν
απ’ το χρόνο
φωτιές από ουράνια τόξα
καίνε στο τζάκι μου
ξημερώνει
και δεν διαλύονται τα φαντάσματα
που χτίζουν στον ύπνο μου
παλάτια στην άμμο.
Φως ιλαρόν
Όποια χώρα επισκεφθείς λέγεται
Ελπίδα
Όποια γη πατήσεις καλπάζει
Στη χαίτη του ιλίγγου
Στην έκσταση
Σ΄όποιο προσκέφαλο κοιμηθείς
Με σπαθί λυγερό από μαρτιάτικο μίσχο
Το σφάζεις
Το γεμίζεις όνειρα.
Λαμπάδα από ανόθευτο κερί
Στα σκοτάδια
Φέξε απ’ τα ύψη τους νόμους
Μιας νέας θρησκείας
Αναίμακτης
Το υλικό
Για το μέγα ναό της ειρήνης
Που αιώνες ονειρεύονται
Τ’ ανθρώπινα ποίμνια.
Δείξε σ’ όσους δεν πίνουν
Άλλο κρασί απ’ το αίμα
Και το κίτρινο μέταλλο έχουν θεό
Τις διαστάσεις του χρόνου
Στο χώρο που εσύ μόνο βαδίζεις
Το μόριο της παρουσίας τους
Στο απέραντο σύμπαν
Το μαστό τον αστείρευτο
Της αγάπης το γάλα.
Εξήγησε τους πόσο απύθμενη είναι
Η άβυσσος
Πόσο έχουνε κιόλας
Στο χείλος της πλησιάσει
Με το πνεύμα δεμένο
Στων πολέμων τ’ αμάξια
Πόση οργή ηφαιστείων κλείνει
Η ξέχειλη καρδιά των ταπεινών
Που δεν είδαν ποτέ τους
Ψωμί και βιβλίο
Και γράψε στο μαύρο βελούδο
Του άπειρου
Με πύρινα γράμματα
Πως η νίκη θα ‘ναι του Ανθρώπου.
Φως ιλαρόν
Εσύ, εγώ και το τραγούδι
Τρέχομε ακόμα μαζί
Διανύομε αποστάσεις μέσα σε στιγμές
Εισδύοντας σε κύκλους πύρινους
Για να καούμε
Μα, απ’ τη δοκιμασία
Βγαίνομε πιο άλκιμοι
Και πιο λαμπροί.
Δεν ξέρω αν ήταν εποχή που είμαστε
Άγνωστοι
Εσύ, εγώ και το τραγούδι
Τώρα αναζητιόμαστε κι οι τρεις
Απεγνωσμένα
Η επαφή μας κάνει τα δέντρα
Να τινάζονται
Δίχως πνοή ανέμου
Λέξεις βελούδινες ανθούν στ’ αυτιά
Με ματωμένους μίσχους
Κι ένας λαβύρινθος μας παρασύρει
Στα ενδότερα του.


Κι αυτόν όμως τον κίνδυνο τον αψηφούμε
-γιατί τώρα το νήμα δεν υπάρχει
κι η Αριάδνη ήταν μύθος-
πάνω στο άσπρο προσκέφαλο του δειλινού
κωφεύομε
στη μυστική επίκληση της φρόνησης
είμαστε έτοιμοι για το πήδημα
του θανάτου
για την πάλη της αγάπης
εναντίον όλων
για την ελπίδα που τρέμει
και ζητά να ζήσει
μες στα ερείπια και στις στάχτες
για την απόφαση
να συγκολλήσουμε τρίμμα με τρίμμα
όλα τα θρύψαλλα
σ’ έναν καθρέφτη γαλανό
με χλοερές ανταύγειες
και δάφνες άκοπες στις όχθες
να ιδούμε ακόμα μια φορά
ολάνθιστο το πρόσωπο μας.